- περιηλυσις
- περιήλυσιςπερι-ήλῠσιςἥ (= περιέλευσις и περιείλησις) обход, круговое движение Her., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περιήλυσις — coming fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιήλυσις — ύσεως, ἡ, Α 1. η περιέλευση, η μετακίνηση από σημείο σε σημείο 2. η περιστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἤλυσις «οδός, πορεία» αντί ἔλευσις (βλ. λ. ήλυσις)] … Dictionary of Greek
περιήλυσιν — περιήλυσις coming fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηλυτεύομαι — Α [περιήλυσις] περιέρχομαι … Dictionary of Greek